πυργοδάϊκτος
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (δαΐζω) destroying towers, πόλεμοι A.Pers.104 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 820] Thürme zerstörend, πόλεμοι, Aesch. Pers. 105.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui détruit les tours.
Étymologie: πύργος, δαΐζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυργοδάϊκτος -ον [πύργος, δαΐζω] die torens vernietigt.
Russian (Dvoretsky)
πυργοδάϊκτος: (ᾰ) разрушающий башни (πόλεμοι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πυργοδάϊκτος: -ον, (δαΐζω) ὁ καταστρέφων τοὺς πύργους, πολέμους πυργοδαΐκτους, «οἳ τοὺς πύργους κατακόπτουσι καὶ κατερείπουσι» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 105.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που καταστρέφει, που συντρίβει πύργους («πολέμους πυργοδαΐκτους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + -δάϊκτος (< δαϊκτός < δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. ανδροδάϊκτος, λουτροδάϊκτος].
Greek Monotonic
πυργοδάϊκτος: -ον (δαΐζω), αυτός που καταστρέφει πύργους, σε Αισχύλ.