σαρκοδακής

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκοδᾰκής Medium diacritics: σαρκοδακής Low diacritics: σαρκοδακής Capitals: ΣΑΡΚΟΔΑΚΗΣ
Transliteration A: sarkodakḗs Transliteration B: sarkodakēs Transliteration C: sarkodakis Beta Code: sarkodakh/s

English (LSJ)

σαρκοδακές, (δάκνω) biting or eating flesh, βίος Orph.Fr.292.

German (Pape)

[Seite 863] ές, Fleisch beißend, essend, Orph. bei S. Emp. adv. rhett. 31.

Russian (Dvoretsky)

σαρκοδᾰκής: Orpheus ap. Sext. = σαρκοβόρος.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοδᾰκής: -ές, ὁ δάκνων ἢ ἐσθίων σάρκα, δαγκάνων κρέας, βίος Ὀρφ. Ἀποσπ. 12. 2.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ.) αυτός που δαγκώνει ή και τρώγει σάρκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -δακής (< δάκος, τὸ < δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. θυμοδακής, λαιμοδακής].