σαρκοδακής
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
English (LSJ)
σαρκοδακές, (δάκνω) biting or eating flesh, βίος Orph.Fr.292.
German (Pape)
[Seite 863] ές, Fleisch beißend, essend, Orph. bei S. Emp. adv. rhett. 31.
Russian (Dvoretsky)
σαρκοδᾰκής: Orpheus ap. Sext. = σαρκοβόρος.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκοδᾰκής: -ές, ὁ δάκνων ἢ ἐσθίων σάρκα, δαγκάνων κρέας, βίος Ὀρφ. Ἀποσπ. 12. 2.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ποιητ.) αυτός που δαγκώνει ή και τρώγει σάρκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -δακής (< δάκος, τὸ < δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. θυμοδακής, λαιμοδακής].