λαιμοδακής
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
λαιμοδακές, (δάκνω) throat-biting, ἀκίδες AP6.5.2 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 7] ές, die Kehle beißend, im Schlunde festhaftend, ἀκίδες ἀγκίστρων λαιμοδακεῖς Philp. 22 (ot, 5).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui mord la gorge.
Étymologie: λαιμός, δάκνω.
Russian (Dvoretsky)
λαιμοδᾰκής: раздирающий горло (ἀγκίστρων ἀκίδες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λαιμοδακής: -ές, (δάκνω) δάκνων τὸν λαιμόν, Ἀνθ. Π. 6. 5.
Greek Monolingual
λαιμοδακής, -ές (Α)
αυτός που δαγκώνει τον λαιμό, αυτός που αγκιστρώνεται στον φάρυγγα («ἀγκίστρων λαιμοδακεῖς ἀκίδας», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -δακής (< δάκος, τὸ «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. θυμοδακής, σαρκοδακής].
Greek Monotonic
λαιμοδακής: -ές (δᾰκεῖν), αυτός που δαγκώνει τον λαιμό, σε Ανθ.