λαιμοδακής

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμοδᾰκής Medium diacritics: λαιμοδακής Low diacritics: λαιμοδακής Capitals: ΛΑΙΜΟΔΑΚΗΣ
Transliteration A: laimodakḗs Transliteration B: laimodakēs Transliteration C: laimodakis Beta Code: laimodakh/s

English (LSJ)

λαιμοδακές, (δάκνω) throat-biting, ἀκίδες AP6.5.2 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 7] ές, die Kehle beißend, im Schlunde festhaftend, ἀκίδες ἀγκίστρων λαιμοδακεῖς Philp. 22 (ot, 5).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui mord la gorge.
Étymologie: λαιμός, δάκνω.

Russian (Dvoretsky)

λαιμοδᾰκής: раздирающий горло (ἀγκίστρων ἀκίδες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λαιμοδακής: -ές, (δάκνω) δάκνων τὸν λαιμόν, Ἀνθ. Π. 6. 5.

Greek Monolingual

λαιμοδακής, -ές (Α)
αυτός που δαγκώνει τον λαιμό, αυτός που αγκιστρώνεται στον φάρυγγα («ἀγκίστρων λαιμοδακεῖς ἀκίδας», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -δακής (< δάκος, τὸ «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. θυμοδακής, σαρκοδακής].

Greek Monotonic

λαιμοδακής: -ές (δᾰκεῖν), αυτός που δαγκώνει τον λαιμό, σε Ανθ.

Middle Liddell

λαιμο-δακής, ές [δᾰκεῖν]
throat-biting, Anth.