θυμοδακής
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
θυμοδακές, biting the heart, θ. γὰρ μῦθος Od.8.185; ζάλου κέντρον AP9.77 (Antip. Thess.): in late Prose, μῦθοι Aret.CA1.1, cf. Jul.Or.2. 96a.
German (Pape)
[Seite 1223] ές, herzbeißend, -kränkend; μῦθος Od. 8, 185; ὀδύνη Heliod. Stob. fl. 100, 6.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui mord le cœur.
Étymologie: θυμός, δάκνω.
Russian (Dvoretsky)
θυμοδᾰκής: уязвляющий чувства, жестокий, оскорбительный (μῦθος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
θῡμοδᾰκής: -ές, δάκνων, ἐγγίζων τὴν καρδίαν, θυμ. γὰρ μῦθος Ὀδ. Θ. 185· ζήλου κέντρον Ἀνθ. Π. 9. 77· ἴαμβοι Χριστόδ. Ἐκφρ. 359· πρβλ. δακέθυμος.
Greek Monolingual
θυμοδακής, -ές (Α)
αυτός που δαγκώνει την καρδιά, αυτός που προξενεί λύπη στην καρδιά («θυμοδακὴς γὰρ μῡθος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -δακής (< δάκος «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. σηψιδακής, ωμοδακής].
Greek Monotonic
θῡμοδᾰκής: -ές (δάκνω), αυτός που «δαγκώνει», αγγίζει την καρδιά, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ. Π.