θυμοδακής

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμοδᾰκής Medium diacritics: θυμοδακής Low diacritics: θυμοδακής Capitals: ΘΥΜΟΔΑΚΗΣ
Transliteration A: thymodakḗs Transliteration B: thymodakēs Transliteration C: thymodakis Beta Code: qumodakh/s

English (LSJ)

θυμοδακές, biting the heart, θ. γὰρ μῦθος Od.8.185; ζάλου κέντρον AP9.77 (Antip. Thess.): in late Prose, μῦθοι Aret.CA1.1, cf. Jul.Or.2. 96a.

German (Pape)

[Seite 1223] ές, herzbeißend, -kränkend; μῦθος Od. 8, 185; ὀδύνη Heliod. Stob. fl. 100, 6.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui mord le cœur.
Étymologie: θυμός, δάκνω.

Russian (Dvoretsky)

θυμοδᾰκής: уязвляющий чувства, жестокий, оскорбительный (μῦθος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

θῡμοδᾰκής: -ές, δάκνων, ἐγγίζων τὴν καρδίαν, θυμ. γὰρ μῦθος Ὀδ. Θ. 185· ζήλου κέντρον Ἀνθ. Π. 9. 77· ἴαμβοι Χριστόδ. Ἐκφρ. 359· πρβλ. δακέθυμος.

Greek Monolingual

θυμοδακής, -ές (Α)
αυτός που δαγκώνει την καρδιά, αυτός που προξενεί λύπη στην καρδιά («θυμοδακὴς γὰρ μῡθος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -δακής (< δάκος «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. σηψιδακής, ωμοδακής].

Greek Monotonic

θῡμοδᾰκής: -ές (δάκνω), αυτός που «δαγκώνει», αγγίζει την καρδιά, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ. Π.

Middle Liddell

θῡμο-δᾰκής, ές δάκνω
biting the heart, Od., Anth.