σειροφόρος
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
σειροφόρον, = σειραφόρος, only in Ps.-E.IA223 (signf. 1), and Suid. (signf. ΙΙ).
German (Pape)
[Seite 869] = σειραφόρος, Suid.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σειροφόρος -ον zie σειρα-.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. σειραφόρος.
Greek Monotonic
σειροφόρος: -ον, = σειραφόρος I, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
σειροφόρος: -ον, = σειραφόρος, μόνον παρὰ τῷ Ψευδο-Εὐρ. ἐν Ι. Α. 223 (σημασ. Ι), και Σουΐδ. (σημασ. ΙΙ), Ἡσύχ.
Middle Liddell
σειρο-φόρος, ον, = σειραφόρος 1, Eur.]