σηψαιμία

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. σοβαρή λοίμωξη του αίματος στην οποία υπάρχει συνδυασμός βακτηραιμίας, δηλαδή παρουσίας βακτηρίων, και τοξιναιμίας, δηλαδή παρουσίας τοξινών, στην κυκλοφορία, λοίμωξη η έναρξη της οποίας σηματοδοτείται από υψηλό πυρετό, ρίγη, αδυναμία και υπερβολική εφίδρωση, που ακολουθούνται από πτώση της αρτηριακής πίεσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήψη + -αιμία (< αίμα), πρβλ. αν-αιμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Σπ. Γούζαρη].