σιβύλλειος
English (LSJ)
ον, Sibylline, Σ. βίβλοι, at Rome, Plu. Fab. 4; τὰ Σ. DH. 6.17, Plu. Marc.. 3, etc.; also σιβυλλιακός, ή, όν, DS. 34/5.10.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de sibylle, sibyllin ; τὰ Σιβύλλεια les Livres sibyllins.
Étymologie: σίβυλλα.
Greek Monolingual
-α, -ο / σιβύλλειος, -εία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Α Σίβυλλα
σιβυλλικός (α. «Σιβύλλειοι χρησμοί» — συλλογή χρησμών οι οποίοι έχουν γραφεί σε διάφορες εποχές, από τον 2ο π.Χ. ώς τον 3ο μ. Χ. αιώνα, σε αρχαίους ελληνικούς εξάμετρους στίχους και συγκεντρώθηκαν σε ενιαίο σύνολο 14 βιβλίων από άγνωστο συγγραφέα κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα στη Ρώμη
β. «πολλαὶ... τῶν ἀπορρήτων βίβλων, ἃς Σιβυλλείους καλοῦσι», Πλούτ.)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Σιβύλλεια
οι Σιβύλλειοι χρησμοί.
German (Pape)
sibyllisch, sibyllinisch, βίβλοι, Plut. Fab. 4, Marcell. 3 und A.
Russian (Dvoretsky)
σῐβύλλειος: сибиллин (βίβλοι Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιβύλλειος -ον [Σίβυλλα] Sibyllijns; subst.. τὰ σιβύλλεια de Sibyllijnse boeken Plut. Marc. 3.6.