Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιβύλλειος

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σιβύλλειος Medium diacritics: σιβύλλειος Low diacritics: σιβύλλειος Capitals: ΣΙΒΥΛΛΕΙΟΣ
Transliteration A: sibýlleios Transliteration B: sibylleios Transliteration C: sivylleios Beta Code: sibu/lleios

English (LSJ)

ον, Sibylline, Σ. βίβλοι, at Rome, Plu. Fab. 4; τὰ Σ. DH. 6.17, Plu. Marc.. 3, etc.; also σιβυλλιακός, ή, όν, DS. 34/5.10.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de sibylle, sibyllin ; τὰ Σιβύλλεια les Livres sibyllins.
Étymologie: σίβυλλα.

Greek Monolingual

-α, -ο / σιβύλλειος, -εία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Α Σίβυλλα
σιβυλλικός (α. «Σιβύλλειοι χρησμοί» — συλλογή χρησμών οι οποίοι έχουν γραφεί σε διάφορες εποχές, από τον 2ο π.Χ. ώς τον 3ο μ. Χ. αιώνα, σε αρχαίους ελληνικούς εξάμετρους στίχους και συγκεντρώθηκαν σε ενιαίο σύνολο 14 βιβλίων από άγνωστο συγγραφέα κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα στη Ρώμη
β. «πολλαὶ... τῶν ἀπορρήτων βίβλων, ἃς Σιβυλλείους καλοῦσι», Πλούτ.)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Σιβύλλεια
οι Σιβύλλειοι χρησμοί.

German (Pape)

sibyllisch, sibyllinisch, βίβλοι, Plut. Fab. 4, Marcell. 3 und A.

Russian (Dvoretsky)

σῐβύλλειος: сибиллин (βίβλοι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιβύλλειος -ον [Σίβυλλα] Sibyllijns; subst.. τὰ σιβύλλεια de Sibyllijnse boeken Plut. Marc. 3.6.