σιτοφύλακας
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Greek Monolingual
ο / σιτοφύλαξ, -ακος, ΝΑ
αυτός που έχει ως επάγγελμά του τη φύλαξη τών σιταποθηκών
αρχ.
στον πληθ. οἱ σιτοφύλακες
(κυρίως στην Αθήνα) κληρωτή αρχή την οποία αποτελούσαν αρχικά τρία και αργότερα πέντε πρόσωπα και η οποία είχε ως έργο την καταγραφή τών εισαγόμενων σιτηρών, την επίβλεψη τών πωλήσεων του σιταριού, τών αλεύρων ή του ψωμιού και, κυρίως, την επίβλεψη της τιμής πώλησης τών παραπάνω προϊόντων, καθώς και τη γνησιότητά τους και το βάρος τους ή, τέλος, την πιθανότητα απόκρυψής τους από τους εμπόρους για αισχροκέρδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + φύλαξ, -ακος (πρβλ. θησαυροφύλαξ)].