σκάφευση

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

η / σκάφευσις, -εύσεως, ΝΜΑ
(στους Πέρσες) σκληρός τρόπος θανατικής εκτέλεσης και μαρτυρίου κατά τον οποίο τοποθετούσαν τον κατάδικο ανάμεσα σε δύο σκάφες αφήνοντας έξω από αυτές το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια του εκτεθειμένα στον ήλιο και αλειμμένα με μέλι και γάλα, ώσπου να πεθάνει από τη δίψα και την ασιτία καταφαγωμένος από τα σκουλήκια και τα έντομα, αλλ. σκάφης μαρτύριον («μιαρὰ ἡ Περσῶν λεγομένη σκάφευσις», Ευνάπ.)
αρχ.
η σκαφεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαφεύω. Η λ., εκτός από τη σημ. «είδος θανατικής εκτέλεσης», διατηρεί και την κύρια σημ. του ρ. σκάπτω.