σκαρώνω
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
Greek Monolingual
και εσχαρώνω Ν σκαρί / εσχάριο
1. (ναυπ.) αρχίζω τη ναυπήγηση πλοίου στρώνοντας την τρόπιδά του πάνω στα εσχάρια, βάζω πλοίο στα σκαριά
2. σχεδιάζω κάτι ή έχω υπό εκτέλεση ένα έργο
3. φρ. α) «μού σκάρωσαν μια δουλειά» — επινόησαν κάτι σε βάρος μου ή χάριν αστεϊσμού
β) «του τή σκάρωσε» — πέτυχε κάτι σε βάρος του, του τήν έφερε.