σκαφίδι

From LSJ

Greek Monolingual

(I)
το / σκαφίδιον, ΝΜΑ
υποκορ.
1. μικρή σκάφη
2. ελαφρύ πλοίο, μικρό πλεούμενο
νεοελλ.
1. (χωρίς υποκορ. σημ.) σκάφη
2. τεμάχιο του μηχανισμού επαναληπτικών τυφεκίων που χρησιμεύει για τη μεταφορά τών φυσιγγίων από την αποθήκη στην είσοδο της θαλάμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω + υποκορ. κατάλ. -ίδιον. Η λ. λειτουργεί ως υποκορ. και της λ. σκάφη και της λ. σκάφος.σκαφίδιο (II)
το, Ν
1. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων
2. βοτ. γένος ποωδών φυτών.