σκιρτοπόδης
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
σκιρτοπόδου, ὁ, spring-footed, Σάτυρος APl.1.15*.
German (Pape)
[Seite 900] ὁ, springfüßig, Σάτυρος, Ep. ad. 413 (Plan. 15*).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
aux pieds bondissants.
Étymologie: σκίρτος, πούς.
Greek (Liddell-Scott)
σκιρτοπόδης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων πόδας σκιρτῶντας, ἐλαστικούς, Σάτυρος Ἀνθ. Πλαν. 15».
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που έχει πόδια επιτήδεια στο σκίρτημα («Σάτυρος σκιρτοπόδης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από αμάρτυρο προσηγορικό σκίρτος (υποχωρητικά < σκιρτῶ) + -πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. στραβοπόδης.
Greek Monotonic
σκιρτοπόδης: -ου, ὁ (σκιρτάω, πούς), αυτός που έχει ευλύγιστα πόδια για άλμα, σε Ανθ.