σκορπίον

From LSJ

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκορπίον Medium diacritics: σκορπίον Low diacritics: σκορπίον Capitals: ΣΚΟΡΠΙΟΝ
Transliteration A: skorpíon Transliteration B: skorpion Transliteration C: skorpion Beta Code: skorpi/on

English (LSJ)

τό, = τράγος (the plant), Dsc.4.51.
2 = σίκυς ἄγριος, Ps.-Dsc.4.150.
3 = heliotropium (i.e. σκορπιοκτόνον), Glossaria.

Greek Monolingual

τὸ, Α σκορπίος
1. το αγκαθωτό φυτό τράγος
2. το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό σίκυς ο άγριος
3. το φυτό ηλιοτρόπιο.