σκοτωμός
From LSJ
Greek Monolingual
ο, Ν σκοτώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκοτώνω, σκότωμα, φόνος, φονικό (α. «στην πρώτη μάχη γίνηκε μεγάλος σκοτωμός» β. «κι ο πόλεμος ο φοβερός με σκοτωμούς αρχίζει», Ερωτόκρ.)
2. μτφ. α) επίπονο, εξαντλητικό έργο («η δουλειά του δημοσιογράφου είναι σκοτωμός»)
β) μεγάλος συνωστισμός και διαγκωνισμός για την απόκτηση προτεραιότητας («γινόταν σκοτωμός στα ταμεία για τα εισιτήρια του αυριανού ποδοσφαιρικού αγώνα»)
3. φρ. «ο σκοτωμός του Κρητικού» — λέγεται σε περίπτωση έντονης και πολυθόρυβης φιλονικίας με ιλαροτραγικά επεισόδια μεταξύ τών φιλονικούντων.