σκυλόψαρο

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

το, Ν
1. γενική κοινή ονομασία πολλών πλευροτρηματικών σελάχιων χονδροϊχθύων, κυρίως τών μικρότερων σε μέγεθος μορφών, και ιδίως τών ειδών Scyliorhinus canicula, του μικρού σκυλόψαρου, και το Scyliorhinus stellaris, του μεγάλου σκυλόψαρου, γνωστών και με τις ονομασίες σκύλος, γάτος, γατάκι, σκυλί, σκυλάκι κ.ά.
2. ο καρχαρίας
3. μτφ. κεφαλαιοκράτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + ψάρι].