σκυλόψαρο
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
το, Ν
1. γενική κοινή ονομασία πολλών πλευροτρηματικών σελάχιων χονδροϊχθύων, κυρίως τών μικρότερων σε μέγεθος μορφών, και ιδίως τών ειδών Scyliorhinus canicula, του μικρού σκυλόψαρου, και το Scyliorhinus stellaris, του μεγάλου σκυλόψαρου, γνωστών και με τις ονομασίες σκύλος, γάτος, γατάκι, σκυλί, σκυλάκι κ.ά.
2. ο καρχαρίας
3. μτφ. κεφαλαιοκράτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + ψάρι].