σπονδειάζω
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
English (LSJ)
A employ σπονδειασμός, ὁ σπονδειάζων τρόπος Plu.2.1137b.
2 σπονδειάζων (sc. στίχος) hexameter with a spondee in the fifth foot, Cic.Att.7.2.1.
German (Pape)
[Seite 923] den Spondeus brauchen; Cic. Att. 7, 2; Plut. music. 19.
French (Bailly abrégé)
employer le spondée.
Étymologie: σπονδεῖος.
Russian (Dvoretsky)
σπονδειάζω: употреблять спондеи Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σπονδειάζω: (σπονδεῖος ΙΙ) συνίσταμαι ἐκ σπονδείων, Πλούτ. 2. 1137Β· - μεταφορ., παρὰ Κικ. πρ. Ἀττ. 7. 2. - Ἐνίοτε φέρεται σπονδαΐζω καὶ σπονδίζω, ἴδε Δινδ. εἰς Στεφ. Λεξ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σπονδεῖος
1. (για λέξη ή στίχο) αποτελούμαι από σπονδείους, από πόδες που έχουν το μετρικό σχήμα του σπονδείου
2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ σπονδειάζων
(ενν. στίχος) δακτυλικός εξάμετρος στίχος ο οποίος έχει σπονδείο στον πέμπτο πόδα.