στάθευσις

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στάθευσις Medium diacritics: στάθευσις Low diacritics: στάθευσις Capitals: ΣΤΑΘΕΥΣΙΣ
Transliteration A: státheusis Transliteration B: statheusis Transliteration C: stathefsis Beta Code: sta/qeusis

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ, scorching, Arist.Mete.379b14, 381b16 (where some codd. στάτευσις, and so some codd. of Alex.Aphr.in Mete.186.4).

German (Pape)

[Seite 927] ἡ, Erwärmung (?).

Russian (Dvoretsky)

στάθευσις: εως (ᾰ) ἡ обжигание Arst.

Greek (Liddell-Scott)

στάθευσις: ἡ, ὑπερβάλλουσα θέρμανσις, καῦσις, «τσουρούφλυσμα», «καψάλισμα», Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 2, 1., 4. 3 ἐν τέλ. (ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα στάτευσις, πρβλ. σταθεύω).

Greek Monolingual

και δ. γρφ. στάτευσις, -εύσεως, ἡ, Α σταθεύω
κάψιμο, καψάλισμα.