στέωμεν

From LSJ

νῦν δ' ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα (Euripides' Medea 16) → but now their love is all turned to hate, and endearment withers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέωμεν Medium diacritics: στέωμεν Low diacritics: στέωμεν Capitals: ΣΤΕΩΜΕΝ
Transliteration A: stéōmen Transliteration B: steōmen Transliteration C: steomen Beta Code: ste/wmen

English (LSJ)

v. ἵστημι. στηβύσσειν· ἀδολεσχεῖν, Hsch. στήγανον, segestrum, Glossaria.

French (Bailly abrégé)

ion. c. στῶμεν, 1ᵉ pl. sbj. ao.2 de ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

στέωμεν: ион. (= στῶμεν) 1 л. pl. aor. 2 conjct. к ἵστημι.

Greek (Liddell-Scott)

στέωμεν: Ἰωνικ. α΄ πληθ. ὑποτ. ἀορ. β΄ τοῦ ἵστημι, δισύλλ. ἐν Ἰλ. Λ. 348, Χ. 231.

English (Autenrieth)

see ἵστημι.

Greek Monotonic

στέωμεν: Ιων. αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του ἵστημι.