στέωμεν

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέωμεν Medium diacritics: στέωμεν Low diacritics: στέωμεν Capitals: ΣΤΕΩΜΕΝ
Transliteration A: stéōmen Transliteration B: steōmen Transliteration C: steomen Beta Code: ste/wmen

English (LSJ)

v. ἵστημι. στηβύσσειν· ἀδολεσχεῖν, Hsch. στήγανον, segestrum, Glossaria.

French (Bailly abrégé)

ion. c. στῶμεν, 1ᵉ pl. sbj. ao.2 de ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

στέωμεν: ион. (= στῶμεν) 1 л. pl. aor. 2 conjct. к ἵστημι.

Greek (Liddell-Scott)

στέωμεν: Ἰωνικ. α΄ πληθ. ὑποτ. ἀορ. β΄ τοῦ ἵστημι, δισύλλ. ἐν Ἰλ. Λ. 348, Χ. 231.

English (Autenrieth)

see ἵστημι.

Greek Monotonic

στέωμεν: Ιων. αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του ἵστημι.