σταμπάρω
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
Greek Monolingual
Ν
1. τοποθετώ τη στάμπα πάνω σε κάτι
2. διακρίνω κάποιον και τον συγκρατώ καλά στη μνήμη μου, αποτυπώνω
3. μτφ. επισημαίνω, εντοπίζω («τον σταμπάρισα από την πρώτη στιγμή»)
4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σταμπαρισμένος, -η, -ο
στιγματισμένος, γνωστός για ηθικό ή νομικό παράπτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. stampare].