στενότης
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
Ion. στεινότης, ητος, ἡ,
A narrowness, Ἑλλήσποντον, ἐόντα στεινότητα μὲν ἑπτὰ σταδίους Hdt.4.85 (στενότητι, στενότατα, στενότατον codd.); τῇ τοῦ λιμένος στενότητι Th.7.62, cf. 4.24; θώρηκος στενότητες Hp.VM23; διὰ τὴν στενότητα τῶν χωρίων, of Thermopylae, Lys.2.30; of the oesophagus, Arist.HA495a20: pl., ῥέουσα κατὰ τὰς στενότητας through the narrows, Id.Mete.354a6.
II metaph., scantiness, δαπανημάτων J.AJ19.7.5.
German (Pape)
[Seite 935] ητος, ἡ, die Enge; Thuc. 4, 24, τῶν χωρίων, Lys. 2, 30; Xen. Cyn. 9, 14; Beschränktheit, Dürftigkeit, Mangel, Sp.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
étroitesse.
Étymologie: στενός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στενότης -ητος, ἡ, Ion. στεινότης [στενός] nauwheid, smal gedeelte, vernauwing.
Russian (Dvoretsky)
στενότης: ион. στεινότης, ητος ἡ
1 узость, теснота (τοῦ λιμένος Thuc.; τοῦ οἰσοφάγου Arst.);
2 pl. теснины (ῥεῖ ἡ θάλαττα κατὰ τὰς στενότητας Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
στενότης: Ἰωνικ. στειν-, -ητος, ἡ, (στένος) τὸ στενόν, Ἑλλήσποντον, ἐόντα στεινότητα μὲν ἑπτὰ σταδίους Ἡρόδ. 4. 85· τῇ τοῦ λιμένος στ. Θουκ. 7. 62, πρβλ. 4. 24· θώρακος Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· διὰ τὴν στ. τῶν χωρίων, ἐπὶ τῶν Θερμοπυλῶν, Λυσ. 193. 29· τοῦ οἰσοφάγου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 8· πληθ., ῥέουσα κατὰ τὰς στ., διὰ μέσου τῶν στενῶν μερῶν, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 1, 9. ΙΙ. μεταφορ., ὀλιγότης, σπάνις, δαπανημάτων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 7, 5.
Greek Monotonic
στενότης: Ιων. στειν-, -ητος, ἡ (στένος), στενότητα, στένεμα, δυσχέρεια, σε Ηρόδ., Θουκ.
Middle Liddell
στενότης, Ionic στειν-, ητος, ἡ, στένος
narrowness, straitness, Hdt., Thuc.