στρατοκήρυξ

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

German (Pape)

[Seite 952] υκος, ὁ, der Herold im Lager oder beim Heere, Ios.

Greek Monolingual

-ήρυκος, ὁ, Α
1. στρατιωτικός κήρυκας, κήρυκας στρατού ή στρατοπέδου
2. α) ένας από τους πέντε εκτάκτους, δηλαδή τους αποσπασμένους σε ειδική υπηρεσία, που ήταν προσκολλημένος στην πρώτη τάξη ή στο πρώτο σύνταγμα στρατιωτών
β) καθένας από τους πέντε εκτάκτους που ήταν προσκολλημένος στην εκατονταρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + κῆρυξ.