στρατοκήρυξ
Ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς -> Either with this or on this | Come back victorious or dead
Plutarch, Moralia 241German (Pape)
[Seite 952] υκος, ὁ, der Herold im Lager oder beim Heere, Ios.
Greek Monolingual
-ήρυκος, ὁ, Α
1. στρατιωτικός κήρυκας, κήρυκας στρατού ή στρατοπέδου
2. α) ένας από τους πέντε εκτάκτους, δηλαδή τους αποσπασμένους σε ειδική υπηρεσία, που ήταν προσκολλημένος στην πρώτη τάξη ή στο πρώτο σύνταγμα στρατιωτών
β) καθένας από τους πέντε εκτάκτους που ήταν προσκολλημένος στην εκατονταρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + κῆρυξ.
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο