στυλώνω

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source

Greek Monolingual

στυλῶ, -όω, ΝΑ στῡλος
στηρίζω κάτι με στύλους, υποστυλώνω
νεοελλ.
1. μτφ. (για φαγητά και ποτά) δίνω νέες δυνάμεις σε κάποιον, τονώνω, καρδαμώνω («μέ στύλωσε το κρέας που έφαγα»)
2. (μέσ. και παθ.) στυλώνομαι
α) μένω ακίνητος, ακινητοποιούμαι
β) ανακτώ δυνάμεις, δυναμώνω («έφαγα και στυλώθηκα»)
3. φρ. α) «στυλώνω τα μάτια μου» — προσηλώνω το βλέμμα μου σε κάτι
β) «στυλώνω τα πόδια μου»
(ιδίως για υποζύγιο) πεισμώνω και κρατώ ακίνητα τα πόδια μου, παύω να βαδίζω.