συγκαλυπτέος

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκᾰλυπτέος Medium diacritics: συγκαλυπτέος Low diacritics: συγκαλυπτέος Capitals: ΣΥΓΚΑΛΥΠΤΕΟΣ
Transliteration A: synkalyptéos Transliteration B: synkalypteos Transliteration C: sygkalypteos Beta Code: sugkalupte/os

English (LSJ)

α, ον, to be veiled, concealed, λόγος A.Pr.523.

German (Pape)

[Seite 964] zu bedecken, zu verhehlen, λόγος, Aesch. Prom. 521.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de συγκαλύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκαλυπτέος -α -ον, adj. verb. van συγκαλύπτω, die of dat verborgen moet worden gehouden.

Greek Monotonic

συγκαλυπτέος: -α, -ον, αυτός που πρέπει να παραμείνει κρυφός, να συγκαλυφθεί, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκᾰλυπτέος: -α, -ον, ὃν δεῖ συγκαλύπτειν, λόγος Αἰσχύλ. Πρ. 523.

Middle Liddell

συγκᾰλυπτέος, η, ον, [from συγκᾰλύπτω]
to be veiled, concealed, Aesch.