συγκαλυπτέος
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
α, ον, to be veiled, concealed, λόγος A.Pr.523.
German (Pape)
[Seite 964] zu bedecken, zu verhehlen, λόγος, Aesch. Prom. 521.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de συγκαλύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκαλυπτέος -α -ον, adj. verb. van συγκαλύπτω, die of dat verborgen moet worden gehouden.
Greek Monotonic
συγκαλυπτέος: -α, -ον, αυτός που πρέπει να παραμείνει κρυφός, να συγκαλυφθεί, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκᾰλυπτέος: -α, -ον, ὃν δεῖ συγκαλύπτειν, λόγος Αἰσχύλ. Πρ. 523.
Middle Liddell
συγκᾰλυπτέος, η, ον, [from συγκᾰλύπτω]
to be veiled, concealed, Aesch.