συγκαταναυμαχέω
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
assist in conquering by sea, Χείλωνα τὸν.. ναύαρχον Aeschin.2.78, cf. D.S.5.52.
German (Pape)
[Seite 965] mit od. zugleich im Seetreffen siegen, D. Sic. 13, 52.
French (Bailly abrégé)
συγκαταναυμαχῶ :
vaincre ensemble ou en même temps dans un combat naval, acc..
Étymologie: σύν, καταναυμαχέω.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταναυμᾰχέω: одновременно или совместно побеждать в морском сражении Diod.: μετά τινος σ. τινα Aeschin. вместе с кем-л. побеждать кого-л. в морском сражении.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταναυμᾰχέω: καταναυμαχῶ ὁμοῦ, τινα Αἰσχίν. 38. 23, Διόδ. 5. 52.
Greek Monotonic
συγκαταναυμᾰχέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ στην από θαλάσσης κατάληψη, τινά, σε Αισχίν.
Middle Liddell
fut. ήσω
to assist in conquering by sea, τινά Aeschin.