συμπλήρης

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπλήρης Medium diacritics: συμπλήρης Low diacritics: συμπλήρης Capitals: ΣΥΜΠΛΗΡΗΣ
Transliteration A: symplḗrēs Transliteration B: symplērēs Transliteration C: sympliris Beta Code: sumplh/rhs

English (LSJ)

συμπλήρες, = σύμπλεος, Pl.Epin.985b; solid, Thphr. HP 4.11.10.

German (Pape)

[Seite 988] ες, ganz voll, τινός, wovon, Plat. Epin. 985 a.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πλήρης -ες helemaal vol.

Russian (Dvoretsky)

συμπλήρης: переполненный, преисполненный (τινός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συμπλήρης: -ες, = σύμπλεος, Πλάτ. Ἐπινομ. 985Α, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 10.

Greek Monolingual

-ες, Α
1. εντελώς πλήρης, τελείως γεμάτος, ολόγιομος
2. συμπαγής, στερεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πλήρης «γεμάτος»].