συναρμοστέον
From LSJ
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
English (LSJ)
one must fit together, Pl.Ti. 18c.
Greek (Liddell-Scott)
συναρμοστέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ συναρμόζω, δεῖ συναρμόζειν, ὡς τὰς φύσεις τοῖς ἀνδράσι παραπλησίως εἴη συναρμοστέον Πλάτ. Τίμ. 18C.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναρμοστέον [συναρμόζω] adj. verb. van συναρμόζω er moet passend gemaakt worden.