συνδιαμάχομαι

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαμάχομαι Medium diacritics: συνδιαμάχομαι Low diacritics: συνδιαμάχομαι Capitals: ΣΥΝΔΙΑΜΑΧΟΜΑΙ
Transliteration A: syndiamáchomai Transliteration B: syndiamachomai Transliteration C: syndiamachomai Beta Code: sundiama/xomai

English (LSJ)

[μᾰ], fight to the end together, ὑπὲρ τῶν δευτερείων νῷ πρὸς ἡδονήν Pl. Phlb.66e.

German (Pape)

[Seite 1007] (s. μάχομαι), mit durchkämpfen, ὑπέρ τινος πρός τινα, Plat. Phil. 66 e.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διαμάχομαι samen (met...) tot het einde vechten tegen, met dat. en πρός + acc.: σ. νῷ πρὸς ἡδονήν samen met het verstand tot het uiterste tegen het genot vechten Plat. Phlb. 66e.

Russian (Dvoretsky)

συνδιαμάχομαι: (ᾰχ) вместе бороться: σ. τινι πρός τι Plat. помогать кому-л. в борьбе против чего-л.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαμάχομαι: [ᾰ], ἀποθ., μάχομαι μέχρι τέλους ὁμοῦ, τινι πρός τινα ὑπέρ τινος Πλάτ. Φίληβ. 66Ε.

Greek Monolingual

Α
πολεμώ με κάποιον μέχρι τέλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαμάχομαι «φιλονικώ, ανταγωνίζομαι»].