συνεξαποστέλλω
From LSJ
English (LSJ)
send forth together, Plb.8.19.6, D.S.14.20:—Pass., fut. -στᾰλήσομαι, go out with, ἅμα τινί Plb.22.14.11.
German (Pape)
mit zugleich aus- und fortschicken; Pol. 8.21.6; οἱ ἅμα τούτῳ συνεξαποσταλησόμενοι φίλοι, 23.14.11.
Russian (Dvoretsky)
συνεξαποστέλλω: (fut. pass. συνεξαποσταλήσομαι) посылать вместе или одновременно Polyb., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξαποστέλλω: ἐξαποστέλλω, ἐκπέμπω ὁμοῦ, τῆς νυκτός, ἐν ᾗ συνεξαποστέλλειν ἔφη τοὺς φίλους Πολύβ. 8. 21, 6· ἕνα τῶν υἱῶν τῷ Κύρῳ συνεξαπέστειλε Διόδ. 14. 20. ― Παθ., μέλλ. -στᾰλήσομαι ἅμα τινὶ Πλούτ. 23. 15, 11.
Greek Monolingual
Α ἐξαποστέλλω
αποστέλλω μαζί («ἕνα τῶν υἱῶν τοῦ Κύρου συνεξαπέστειλε», Διόδ.).