συνεπιφορτίζω
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
help to load still more, ib. 728c.
French (Bailly abrégé)
surcharger encore.
Étymologie: σύν, ἐπιφορτίζω.
German (Pape)
mit, zugleich aufbürden, aufladen, Plut. Symp. 8.7.4.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιφορτίζω: одновременно или вместе нагружать Plat.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιφορτίζω: ἐπιφορτίζω ὁμοῦ, φορτώνω ἔτι μᾶλλον, συνεπιτιθέναι καὶ συνεπιφορτίζειν (βάρος) Πλούτ. 2. 728C.
Greek Monolingual
Α ἐπιφορτίζω
επιβαρύνω ακόμη περισσότερο.