συνθηκολόγηση
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. σύναψη συνθήκης, ιδίως συμφωνία δύο ή περισσότερων ατόμων ή κρατών για συμφιλίωση, συνδιαλλαγή, ειρήνευση
2. στρ. συμφωνία με την οποία τερματίζεται ο αγώνας της μιας από δύο εμπόλεμες πλευρές και καθορίζονται οι όροι και ο τρόπος παράδοσης εδαφών, οχυρών ενόπλων δυνάμεων και πολεμικού υλικού
3. (κατ' επέκτ.) συμβιβασμός, παράδοση, προδοσία
4. φρ. «συνθηκολόγηση χωρίς όρους» — εγκατάλειψη του αγώνα χωρίς ευνοϊκούς για τον ηττημένο όρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνθηκολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. συνθηκολόγησις, μαρτυρείται από το 1880 στον Σωκρ. Παρασυράκη].