συνναυβάτης

From LSJ

τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνναυβᾰ́της Medium diacritics: συνναυβάτης Low diacritics: συνναυβάτης Capitals: ΣΥΝΝΑΥΒΑΤΗΣ
Transliteration A: synnaubátēs Transliteration B: synnaubatēs Transliteration C: synnavvatis Beta Code: sunnauba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, shipmate, S.Ph.565.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
compagnon de traversée.
Étymologie: σύν, ναυβάτης.

German (Pape)

ὁ, der mit zu Schiffe steigt, der Schiffsgenosse, Soph. Phil. 561.

Russian (Dvoretsky)

συνναυβάτης: ου (βᾰ) ὁ спутник по морскому путешествию Soph.

Greek (Liddell-Scott)

συνναυβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, συνεπιβάτης πλοίου, συνταξιδιώτης ἢ συνναύτης, φοῑνίξ τε χοἰ ξυνναβάται Σοφ. Φιλ. 565.

Greek Monolingual

ὁ, Α
επιβάτης στο ίδιο πλοίο με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ναυβάτης «επιβάτης πλοίου»].

Greek Monotonic

συνναυβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, συνεπιβάτης στο πλοίο, συνταξιδιώτης, σε Σοφ.

Middle Liddell

συν-νᾰυβάτης, ου, ὁ,
a shipmate, Soph.

English (Woodhouse)

fellow-sailor, fellow-traveller on board ship

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)