συνώμεθα
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
v. συνίημι.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. sbj. ao.2 Moy. de συνίημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνώμεθα 1 plur. conj. aor., zie συνίημι.
Russian (Dvoretsky)
συνώμεθα: 1 л. pl. aor. 2 conjct. med. к συνίημι.
Greek (Liddell-Scott)
συνώμεθα: ἴδε ἐν λέξ. συνίημι.
English (Autenrieth)
see συνίημι.
Greek Monotonic
συνώμεθα: αʹ πληθ. υποτ. Μέσ. αορ. βʹ του συνίημι.