συοθήρας
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
-ου, ὁ, boar-hunter, Philostr.Im.2.17:—Συοθῆραι, οἱ, title of poem by Stesich., Ath.3.95d.
Greek (Liddell-Scott)
συοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων ἀγριοχοίρους, Φιλόστρ. 838· ― Συοθῆραι, οἱ, ἦτο ποίημα τοῦ Στησιχ., ἴδε Ἀθήν. 95D.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. κυνηγός αγριόχοιρων
2. ως κύριο όν. Συοθήρας
τίτλος ποιήματος του Στησιχόρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + -θήρᾱς (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθοθήρας].
German (Pape)
ὁ, Saujäger, Philostr. imag. 1.28; οἱ σ. hieß eine Dichtung des Stesichorus, Ath. III.95d.