σφιγγόπους
From LSJ
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ, with sphinxes' feet, κλῖναι Callix.2; λιβανωτίς Inscr.Délos 1409 Aai 100 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1051] ποδος, sphinxfüßig, mit Sphinxfüßen, κλίνη Callix. bei Ath. 197 a.
Greek (Liddell-Scott)
σφιγγόπους: οδος, ὁ, ἡ, ἔχων πόδας Σφιγγός, κλίνη Καλλίξ. παρ’ Ἀθην, 197Α.
Greek Monolingual
-ποδός, ὁ, ἡ, Α
αυτός που τα πόδια του μοιάζουν με τα πόδια της Σφίγγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφίγξ, -ιγγός + πούς (πρβλ. σφηνόπους)].