ταγοῦχος
From LSJ
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
ὁ, (τᾰγή, ἔχω) having command, commander, A.Eu.296.
German (Pape)
[Seite 1063] ὁ, der die Herrschaft hat, Machthaber, Befehlshaber, Aesch. Eum. 286, wo α kurz ist; daß man deshalb nicht zu ändern hat, zeigt die Bemerkung zu ταγός.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef.
Étymologie: ταγή, ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
τᾰγοῦχος: ὁ предводитель, командующий Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰγοῦχος: ὁ ταγός, ἀρχηγός, ἄρχων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 296.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ποιητ. τ.) ταγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταγή + -οῦχος (< ἔχω)].
Greek Monotonic
τᾰγοῦχος: ὁ (ἔχω), αυτός που κυβερνά, που άρχει, αρχηγός, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
τᾰγ-οῦχος, ὁ, [ἔχω]
holding command, Aesch.