ταυτά

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

Α
(στους αττ. συγγραφείς) κράση αντί τὰ αὐτά.