ταχυτόκος
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
ταχυτόκον, quickly bringing forth. Arist.Pr.891b25.
German (Pape)
[Seite 1077] schnell od. leicht gebärend, Arist. probl. 10, 9.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχῠτόκος: быстро рождающий Arst.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῠτόκος: -ον, θηλ. ἡ ταχέως, ἐν βραχεῖ χρόνῳ τίκτουσα, Ἀριστ. Προβλ. 10. 9.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που γεννάει γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. νεοτόκος.