τεκτονόχειρ

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκτονόχειρ Medium diacritics: τεκτονόχειρ Low diacritics: τεκτονόχειρ Capitals: ΤΕΚΤΟΝΟΧΕΙΡ
Transliteration A: tektonócheir Transliteration B: tektonocheir Transliteration C: tektonocheir Beta Code: tektono/xeir

English (LSJ)

gen. χειρος, ὁ, ἡ, with the hand of a τέκτων, Orph. Fr.179.

German (Pape)

[Seite 1084] χειρος, ὁ, ἡ, mit Zimmermanns- od. Baumeisterhand, übh. = τέκτων, Orph. frg. 8, 44.

Greek (Liddell-Scott)

τεκτονόχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χεῖρα τέκτονος, τέκτων, Ὀρφ. Ἀποσπ. 8. 44.

Greek Monolingual

-ος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει χέρια ξυλουργού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκτων, -ονος + -χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. ἀνθρωπόχειρ].