τερατεία
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
ἡ,
A talking marvels, Ar.Nu.318, Isoc.12.1, Plb.2.17.6; 'fairy story', Phld.Piet.27 (pl.); ἡ ποιητικὴ τ. Jul.Or.2.56d.
2 the knowledge of τέρατα, as part of the equipment of Pythagoras, Luc. Vit.Auct.2.
German (Pape)
[Seite 1092] ἡ, das Reden od. Erzählen von widernatürlichen, ungeheuren wunderbaren Dingen, abenteuerlichen Begebenheiten, auch das Aufschneiden, Lügen; Ar. Nubb. 317; Pol. 2, 58, 12 u. öfter; πολλὴν διατίθενται τερατείαν, 2, 17, 6; Sp., εἰς τερατείαν ὄψεων Ael. H. A. 16, 18
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
récit de choses extraordinaires, d'histoires merveilleuses et invraisemblables.
Étymologie: τερατεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
τερᾰτεία: ἡ фантастический рассказ, небылицы, бредни Arph., Isocr., Aeschin., Polyb., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
τερᾰτεία: ἡ, τὸ τερατεύεσθαι, τερατολογεῖν, τερατολογία, Ἀριστοφ. Νεφ. 418, Ἰσοκρ. 232Α· ― ἡ τ. τοῦ σώματος, παράδοξος κατάστασις, Ἰουλιαν. 56D, πρβλ. Διογ. Λ. 6. 102.
Greek Monolingual
ἡ, Α τερατεύομαι
1. αφήγηση τερατωδών, θαυμαστών και αλλόκοτων συμβάντων, τερατολογία (α. «νοῦν ἡμῖν παρέχουσι καὶ τερατείαν», Αριστοφ.
β. «ουδὲ τοὺς τερατείας καὶ ψευδολογίας μεστούς», Ισοκρ.)
2. φανταστική ιστορία, παραμύθι
3. μαντική
4. φρ. «ἡ τερατεία τοῦ σώματος» — παράδοξη κατάσταση (Ιουλιαν.).
Greek Monotonic
τερᾰτεία: ἡ, λόγος περί ασυνήθιστων πραγμάτων, ταχυδακτυλουργία, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
τερᾰτεία, ἡ,
a talking marvels, jugglery, Ar. [from τερᾰτεύομαι]