τεσσαρακοντούτης
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
τεσσαρακοντούτου, ὁ, = τεσσαρακονταετής (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1095] ὁ, zsgzgn statt τεσσαρακονταέτης, Luc. Hermot. 13 u. A.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
de quarante ans.
Étymologie: τεσσαράκοντα, ἔτος.
Russian (Dvoretsky)
τεσσᾰρᾰκοντούτης: Luc. = τεσσαρακονταετής.
Greek (Liddell-Scott)
τεσσαρᾰκοντούτης: -ου, ὁ, = τεσσαρακονταετής, Λουκ. Ἑρμότ. 13.
Greek Monolingual
ο, θηλ. τεσσαρακοντούτις, ΝΑ, και αττ. τ. τετταρακοντούτης και τ. θηλ. τεσσαρακοντοῦτις, -ιδος, Α
βλ. τεσσαρακονταετής.
Greek Monotonic
τεσσᾰρᾰκοντούτης: -ου, ὁ, = τεσσαρακονταετής, σε Λουκ.
Middle Liddell
τεσσᾰρᾰκοντούτης, ου, ὁ, = τεσσαρακονταετής, Luc.]