τετραπλῇ
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
Adv. in a fourfold manner, fourfold, Il.1.128, Hero Metr.1.28, al.
German (Pape)
[Seite 1098] adv., auf vierfache Art, vierfältig; Il. 1, 128; Luc. pseudol. 32.
French (Bailly abrégé)
adv.
de quatre façons, au quadruple.
Étymologie: τετραπλόος.
Russian (Dvoretsky)
τετραπλῇ: adv. четырехкратно, вчетверо Hom., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰπλῇ: Ἐπίρρ., τετραπλῶς, τετραπλασίως, τριπλῇ τετραπλῇ τ’ ἀποτίσομεν, «τριπλασίονα καὶ τετραπλασίονα» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 128.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Α
επίρρ. τετραπλασίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη δοτ. του θηλ. τετραπλῆ του επιθ. τετραπλοῦς].
Greek Monotonic
τετρᾰπλῇ: επίρρ., με τετραπλάσιο τρόπο, τετραπλασίως, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
in a fourfold manner, fourfold, Il.