τηλόθε
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
French (Bailly abrégé)
c. τηλόθεν.
English (Slater)
τηλόθε, (ν)
a adv., from afar τὸ δὲ κλέος τηλόθεν δέδορκε (O. 1.94) (αἰετός) ὃς ἔλαβεν αἶψα, τηλόθε μεταμαιόμενος, δαφοινὸν ἄγραν ποσίν (N. 3.81)
b prep. c. gen., far from ἔστι δ' ἐοικὸς ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν ὠαρίωνα νεῖσθαι (N. 2.12) πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν (N. 6.48)
Russian (Dvoretsky)
τηλόθε: (ν) adv.
1 издалека, издали (ἐλθεῖν Hom.; εἰσορᾶν τι Soph.);
2 далеко, вдали: τ. ἐξ ἀπίης γαίης Hom. далеко от отдаленной земли, т. е. чрезвычайно далеко; τ. ἐν πεδίῳ Hom. далеко в поле.
German (Pape)
= τηλόθεν.