τιθηνητήριος

English (LSJ)

α, ον, nursing, οὖθαρ AP9.1 (Polyaen.).

German (Pape)

[Seite 1113] wartend, nährend, οὖθαρ, Polyaen. 4 (IX, 1).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
nourricier.
Étymologie: τιθηνέω.

Russian (Dvoretsky)

τῐθηνητήριος: кормящий, питающий (οὖθαρ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τῐθηνητήριος: -α, -ον, ὁ τρέφων, θρεπτικός, δορκάδος ἀρτιτόκοι τιθηνητήριον οὖθαρ Ἀνθ. Π. 9. 1.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α τιθηνητήρ
θρεπτικός («τιθηνητήριον οὖθαρ», Πολυαίν.).

Greek Monotonic

τῐθηνητήριος: -α, -ον, περιποιητικός, θρεπτικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

τῐθηνητήριος, η, ον [from τῐθηνητήρ]
nursing, Anth.