τμητής
From LSJ
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
English (LSJ)
τμητοῦ, ὁ, one who cuts, gloss on ἐκτομεύς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1123] ὁ, = τμητήρ, Theophr. u. Sp.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) εκτομέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη- του τέμνω (βλ. λ. τμή-γω) + κατάλ. -της].