τοιγάρτοι
From LSJ
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
English (LSJ)
v. τοιγάρ.
German (Pape)
[Seite 1124] bes. in Prosa häufige Verstärkung von τοιγάρ, in der Regel zu Anfang einer Rede, einer Erzählung; Aesch. Suppl. 641; Plat. Gorg. 471 c Phaed. 82 c u. sonst; auch zuweilen durch ein zwischengeschobenes Wort getrennt, τοιγὰρ ἐγώ τοι, Il. 10, 413 Od. 1, 179. 214. 3, 254 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
renforcement de τοιγάρ, touj. au commenc. d'une phrase.
Étymologie: τοιγάρ, τοί¹.
Greek Monolingual
Α
(συμπερ. μόριο) επιτεταμένος τ. του τοιγάρ και του τοιγαροῦν
.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοιγάρ + μόριο τοι (ΙΙ) (πρβλ. καίτοι)].
Russian (Dvoretsky)
τοιγάρτοι: intens. к τοιγάρ.