τοιγάρ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
an inferential Particle,
A therefore, accordingly, well then, κέλεαί με.. μυθήσασθαι μῆνιν Ἀπόλλωνος..· τοιγὰρ ἐγὼν ἐρέω Il.1.76, cf. 10.427, Od.3.254, 8.402, A.Supp.309, Th.1038, Pers.607, S.Ant. 931 (anap.), 994, Aj.666, etc.; rare in Com. (Ar.Lys.516 (anap.), 901,902) and Prose (Hdt.8.114, Hp.Cord.10 (s.v.l.)); never in Att. Prose.
II strengthened by other Particles, τοιγαροῦν, Ion. τοιγαρῶν, for that very reason, therefore, Hdt.4.149, Pl.Sph.234e, 246b, X.An.1.9.9, al., D.18.40, Arist.Pol.1271b3, etc.; also in Poets, as S.Aj.490, OT1519 (troch.), Ph.341, Ar.V.1098, etc.
2 τοιγάρτοι, Hdt.3.3, Th.6.38, And.1.108, Pl.Phd. 82d, etc.; rare in Poets, Emp. 145, A.Supp.654 (lyr.), Ar.Ach.643 (anap.):—Hom. always inserts a word between τοιγάρ and τοι, τοιγὰρ ἐγώ τοι Il.10.413, Od.1.179, 214, al.—These forms must begin the sentence, exc. in late Gr., where τοιγαροῦν may be postponed, as Cleom.1.8, Wilcken Chr.491.7 (ii A. D.), Gal.Libr.Ord.2, Vett. Val.356.3, Sammelb.6222.12 (iii A. D.), Jul.Caes.318d. (It is doubtful whether τοι- contains the demonstr. stem το-.)
German (Pape)
[Seite 1124] Hom., Tragg., u. bes. in Prosa sehr häufige Verstärkung der enkl. Partikel τοί, dann also, deshalb also, demnach also, darum nun; τοιγὰρ ἐγὼν ἐρέω, Il. 1, 76, so werde ich denn also sprechen; vgl. 10, 427 Od. 8, 402. 16, 259. 23, 130; gew. zu Anfang einer Erzählung, Aesch. Spt. 1024 Pers. 599 u. öfter; Soph. τοιγὰρ ποιήσω, Trach. 1239, vgl. Ant. 922 Ai. 651; τοιγὰρ σὺ δέξαι με, El. 1165, u. öfter.
French (Bailly abrégé)
particule d'ord. au commenc. d'une phrase;
c'est pourquoi, aussi, eh ! bien donc.
Étymologie: τοί¹, γάρ.
Russian (Dvoretsky)
τοιγάρ: частица
1 так вот, итак, ну: τ. ἐγώ τοι πάντ᾽ ἀγορεύσω Hom. ну (ладно), я расскажу тебе все;
2 поэтому, потому-то: τ. δι᾽ ὀρθῆς τήνδε ἐναυκλήρεις (v.l. ναυκληρεῖς) πόλιν Soph. потому-то ты и управляешь успешно этим городом.
Greek (Liddell-Scott)
τοιγάρ: τοί γε ἄρα, συμπερασματικὸν μόριον (πρβλ. τοίνυν), ὅθεν, δι’ ὅ, λοιπόν, ἑπομένως, διὰ ταῦτα, ἐν ἀρχῇ λόγου, τοιγὰρ ἐγὼν ἐρέω Ἰλ. Α. 76, Κ. 427, Ὀδ. Θ. 402, πρβλ. Γ. 254, κλπ. οὕτω καὶ Αἰσχύλ. ἐν Ἱκέτ. 309, Σοφ. Ἀντ. 931, 994, κλπ.· ἀλλ’ ἐν τῷ μέσῳ λόγου, Αἰσχύλ. Θήβ. 1033, Πέρσ. 607, Σοφ. Αἴ. 666· ― Παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἔχομεν τοὺς ἐπιτεταμένους τύπους. 2) τοιγαροῦν, Ἰωνικ. τοιγαρῶν, Ἡρόδ. 4. 148, Πλάτ. Σοφ. 234Ε, 246Β, κλπ.· διὰ τοῦτο λοιπόν, τοιγαροῦν, ἐπεὶ Τισσαφέρνει ἐπολέμησε πᾶσαι αἱ πόλεις ἑκοῦσαι Κῦρον εἵλοντο ἀντὶ Τισσαφέρνους Ξεν. Ἀν. 1. 9, 9· ὡσαύτως παρὰ ποιηταῖς, οἷον Σοφ. Αἴ. 490, Ο. Τ. 1519, Φιλ. 341, κλπ. 3) τοιγάρτοι, Πλάτ. Φαίδων 82D, Γοργ. 471C, Πολ. 409Α, κλπ.· ὡσαύτως ἐν Αἰσχύλου Ἱκέτ. 655· ― ὁ Ὅμηρ. ἀείποτε παρεμβάλλει λέξιν μεταξὺ τοῦ τοιγὰρ καὶ τοῦ ἑπομένου τοι, τοιγὰρ ἐγώ τοι Ἰλ. Κ. 413, Ὀδ. Α. 179, 214, κλπ.· οὐ γάρ τοι Φ. 172· εἰ γάρ τοι Ρ. 513· ἦ γάρ τοι Π. 199. ― Οἱ τύποι οὗτοι ἀεὶ ἐν ἀρχῇ λόγου.
Greek Monolingual
Α
(συμπερ. μόριο) λοιπόν, επομένως, γι' αυτό («κέλεαί με... μυθήσασθαι μῆνιν Ἀπόλλωνος.... τοιγὰρ ἐγὼν ἐρέω», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόριο τοί (Ι) + γάρ].
Greek Monotonic
τοιγάρ:
1. = τοί γε ἄρα, έτσι λοιπόν, επομένως, συνεπώς, σε Όμηρ., Αττ.
2. επιτετ. τύπος τοιγαροῦν, Ιων. τοιγαρῶν, γι' αυτό λοιπόν, σε Ξεν.· επίσης στους ποιητές, σε Σοφ.
3.τοιγάρτοι, σε Πλάτ.
Middle Liddell
= [τοί γε ἄρα]
1. so then, wherefore, therefore, accordingly, Hom., Attic
2. strengthened τοιγαροῦν, ionic τοιγαρῶν, so for example, Xen.: also in Poets, Soph.
3. τοιγάρτοι, Plat.