τοπογραφικός
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
Greek (Liddell-Scott)
τοπογρᾰφικός: -ή, -όν, ὁ ἔμπειρος τοπογραφίας ἢ ἠσκημένος εἰς αὐτήν, Εὐστ. Πονημάτ. 204. 3.
Greek Monolingual
-ή, -ό, ΝΜ τοπογράφος
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοπογραφία
2. φρ. α) «τοπογραφικά σημεία» — τα σημεία του εδάφους που προσδιορίζονται ως προς τη θέση και το ύψος για τη σύνταξη τοπογραφικού χάρτη
β) «τοπογραφικός χάρτης» — χάρτης που αναπαριστάνει σε ορισμένη κλίμακα την οριζοντιογραφία και την υψογραφία μιας εδαφικής περιοχής
γ) «τοπογραφικό φύλλο» — φύλλο τοπογραφικού χάρτη που περιλαμβάνει τμήμα της περιοχής, με μεσημβρινές και παράλληλες γραμμές
δ) «τοπογραφική πινακίδα» — τμήμα του πρωτότυπου τυπογραφικού φύλλου που περιλαμβάνει έκταση ανάλογη προς την κλίμακα υποτύπωσης και προς τις μεσημβρινές και παράλληλες γραμμές
ε) «τοπογραφική κλίμαξ»
(βιογεωγρ.-οικολ.) φυτοκοινωνία κλίμαξ που βρίσκεται σε ένα ομοιόμορφο μακροκλίμα στο οποίο δευτερεύοντα τοπογραφικά στοιχεία, όπως είναι λ.χ. λόφοι, ποταμοί, κοιλάδες ή βυθίσματα χωρίς απορροή, ασκούν ρυθμιστική επίδραση
μσν.
έμπειρος στην περιγραφή ενός τόπου.