απορροή

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀπορροή) απορρέω
νεοελλ.
χημ. το χημικό στοιχείο ατομικού αριθμού 86
αρχ.
1. ροή από κάπου
2. ρέμα, ρυάκι
3. (για ποτάμια) εκπήγαση
4. αναθυμίαση
5. εκροή, εκπόρευση
6. (για φύλλα) αποβολή, πτώση.