τρίαρχος
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
Greek (Liddell-Scott)
τρίαρχος: ὁ, ἀνώτατος ἄρχων ἢ ὁ ἄρχων τοῦ τρίτου μέρους χώρας τινός, Θεόφιλ. Ἀντιοχ. 1103C, (πρβλ. τετράρχης). ΙΙ. ὁ ἔχων τρεῖς κλάδους, τὸ κέρας τῆς ἐλάφου τρίαρχον κατὰ τὰς τρεῖς ἀνακαινίσεις Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 195Α.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
1. Ο ένας από την τριανδρία
2. ως επίθ. αυτός που έχει τρεις κλάδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -αρχος (< ἄρχω)].