τραγικώδης
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
τραγικῶδες, of tragic kind, μῦθος Palaeph.40.
German (Pape)
[Seite 1133] ες, dem Tragischen ähnlich, μῦθος Palaephat. 41.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγῐκώδης: -ες, (εἶδος) ἐκ τοῦ τραγικοῦ εἴδους, τραγικώδης μῦθος Παλαίφ. 41.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α τραγικός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ποιητικό είδος της τραγωδίας («τραγικώδης μῡθος», Παλαίφ.).